τεσσαρακοντάλεπτος

τεσσαρακοντάλεπτος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει αξία ίση με σαράντα λεπτά τής δραχμής ή αυτός που έχει διάρκεια ίση με σαράντα λεπτά τής ώρας, ο σαραντάλεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + -λεπτος (< λεπτό). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”